- ἄρεα
- Ἄρηςthe god of destructionmasc acc sgἄροςuseneut nom/voc/acc pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀρέα — Ἀρέᾱ , Ἄρεος the spring of Ares fem nom/voc/acc dual Ἀρέᾱ , Ἄρεος the spring of Ares fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ἀρέᾱ , Ἀρεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄρεα — Ἄρεος the spring of Ares neut nom/voc/acc pl Ἄρης the god of destruction masc acc sg Ἄρις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρέας — Ἀρέᾱς , Ἄρεος the spring of Ares fem acc pl Ἀρέᾱς , Ἄρεος the spring of Ares fem gen sg (attic doric aeolic) Ἀρέᾱς , Ἀρεύς masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρότατος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο μεγαλύτερος γιος του βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη Β’ (4ος αι. π.Χ.). Κλήθηκε στη Σικελία για να αναλάβει την αρχηγία και να διοργανώσει τον αγώνα που έκαναν οι περισσότερες τότε πόλεις της Σικελίας εναντίον του… … Dictionary of Greek
BAAL — I. BAAL Assyriis Iovis nomen, Nic. Lloydius renitente Genebr. in Chron. qui Orientalibus populis ante Alexandrum Magnum Iovis Saturnique numina ignota fuisse notat, l. 1. Morer. quod quam vero consonum, et sequentib. liquebit. Punice Dominum… … Hofmann J. Lexicon universale
PONS Aureoli — Pontirolo, pagus Insubriaead Adduam fluvium, inter illum et Brembum, ubi Aureolus interfectus a Claudiano Imperatore, a Bergomo 13. mill. pass. a Mediolano 26. Ita enim Trebellius Pollio, in Trig. Tyrannis, c. 11. Hunc eundem Aureolum Claudius,… … Hofmann J. Lexicon universale
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
άρεος — ἄρεος, α, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στον Άρη 2. (το θηλ. ως κύριο όνομα) Άρέα (ενν. κρήνη) η πηγή του Άρη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παράλλ. τ. του άρειος < Άρης] … Dictionary of Greek
κεφαλάρια — η (Μ κεφαλαρέα) το ανώτερο τμήμα τού χαλινού τών υποζυγίων που περιβάλλει το κεφάλι και συγκρατεί τη στομίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλι + κατάλ. αρέα (πρβλ. μεσαρ έα, περβολαρ έα). Ο τ. κεφαλάρια < κεφαλαρ έα, με συνίζηση]. η βοτ. γένος φυτών τής… … Dictionary of Greek
κεφαλαρέα — και κεφαλαριά, η (Μ κεφαλαρέα και κεφαλαριά) το τμήμα τού χαλινού που προσαρμόζεται στο μέτωπο τού αλόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + κατάλ. αρέα (< άρι(ο)ς με την επίδραση τής κατάλ. έα)] … Dictionary of Greek